- Δωρίζει
- Δωρίζωimitate the Dorians in lifepres ind mp 2nd sgΔωρίζωimitate the Dorians in lifepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγαθόδωρος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε και μαρτύρησε τον 3o αι. Καταγόταν από την Πέργαμο της Μ. Ασίας. Συνεορτάζει με τον επίσκοπο Περγάμου Κάρπο και τον διάκονο Παπύλο στις 13 Οκτωβρίου. Θανατώθηκε ενώ μεταφερόταν δέσμιος μαζί… … Dictionary of Greek
γαλατιανός — ή, ό 1. λευκός σαν γάλα, γαλατένιος 2. το θηλ. ως επίθ. «Παναγία η Γαλατιανή (ή Γαλαταριά, Γαλούσα, Γαλατούσα)» εκείνη που δωρίζει άφθονο γάλα στις γυναίκες που θηλάζουν … Dictionary of Greek
δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… … Dictionary of Greek
δωρητικός — δωρητικός, ή, όν (AM) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στη δωρεά 2. αυτός που έχει την τάση να δωρίζει … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
ζωόδωρος — ζωόδωρος, ον (Μ) αυτός που δωρίζει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + δωρος (< δώρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] … Dictionary of Greek
μεγαλοδωρία — η (ΑM μεγαλοδωρία και μεγαλοδωρεά) [μεγαλόδωρος] το να δωρίζει κάποιος μεγάλα και ακριβά δώρα ή να κάνει μεγάλες δωρεές, γενναιοδωρία … Dictionary of Greek
μολποδώρα — μολποδώρα, ἡ (Α) (ως τίτλος τής Αφροδίτης στην Κύπρο) αυτή που χορηγεί, που δωρίζει τη μολπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + δώρα (< δῶρον), πρβλ. αναξί δώρα, Παν δώρα] … Dictionary of Greek
πάνδωρος — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, γιος του Ερεχθέα και της Πραξιθέας και πατέρας του Άλκωνα. Είχε αδέλφια του τον Κέκροπα, το Μητίονα, την Πρόκριδα, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια. Λέγεται πως ήταν ιδρυτής της Χαλκίδας στην Εύβοια. * * * ον … Dictionary of Greek
πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… … Dictionary of Greek